ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΜΛΙΑΣ ΤΩΝ ΚΩΦΩΝ-ΒΑΡΗΚΟΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Το παιδί αλληλεπιδρά με το περιβάλλον μέσω της βλεμματικής επαφής και της
ανταπόκρισης στους ήχους τους οποίους μιμείται και αναπτύσσει τον προφορικό του
λόγο. Η ανάγκη για επικοινωνία στα παιδιά με βαρηκοΐα είναι τόσο σημαντική γι’
αυτά όσο και για τα φυσιολογικά και προηγείται της ικανότητας για επικοινωνία.
Ενώ σε ένα παιδί με φυσιολογική ακοή η ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας
βασίζεται ως επί το πλείστον σε ακουστικά ερεθίσματα, στο κωφό παιδί βασίζεται
κυρίως σε οπτικά και δονητικά ερεθίσματα. Το κωφό παιδί χρησιμοποιεί έναν
προσωπικό κώδικα και τρόπο επικοινωνίας με μιμητικές κινήσεις και χειρονομίες.
Τα παιδιά με φυσιολογική ακοή συνοδεύουν τους ήχους που παράγουν με χειρονομίες
κάτι που σταματάει από το πρώτο έτος ζωής. Αυτό δε συμβαίνει στα παιδιά με
ακουστική δια-ταραχή που συνεχίζουν να χρησιμοποιούν χειρονομίες τις οποίες
επεκτείνουν και επεξεργάζονται λεπτομερώς (McAnally, Rose, Quigley, σελ. 48).
Η γλωσσική ανάπτυξη επηρεάζεται αναπόφευκτα με δευτερογενείς συνέπειες στην
ψυχολογία, τη συμπεριφορά και την κοινωνικοποίηση. Η ομιλία είναι μια διάσταση
που διέρχεται από πολλά εξελικτικά στάδια τα οποία ακολουθούν και τα
βαρήκοα-κωφά παιδιά. (Σερδάρης , σελ.296) αλλά με διαφορετικό ρυθμό. Όχι μόνο ο
βαθμός της βαρηκοΐας αλλά και οι νοητικές
και ψυχικές ικανότητες, η οπτική αντίληψη, το είδος και η ποσότητα της
παρέμβασης, η ηλικία έναρξης της αποκατάστασης που σχετίζεται με το ενδιαφέρον
των γονέων, το περιβάλλον, η ηλικία προσδιορισμού της βαρηκοΐας, παίζουν ρόλο
στην ανάπτυξη της προφορικής επικοινωνίας κατά την παρουσία βαρηκοΐας.
Μερικές αιτίες κώφωσης μπορεί να σχετίζονται με επιπρόσθετες νευρολογικές
βλάβες και επομένως με την παρουσία και άλλων αναπηριών που μπορεί να
δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τα παιδιά στο να αναπτύξουν ομιλούμενη ή και ακόμη
νοηματική γλώσσα. (Κουρμπέτης, Χατζοπούλου, Σαβαλίδου, Σίμψα, σελ.15).
Οι επιπτώσεις της βαρηκοΐας στο λόγο είναι καθολικές (φωνή, άρθρωση,
σύνταξη, περιεχόμενο). Η απουσία ακουστικής ανατροφοδότησης συμβάλει στην
παραγωγή δυσκατάληπτου λόγου. Η ομιλία τους χαρακτηρίζεται από αργό ρυθμό,
υπερβολική αναπνοή, χωρίς τονισμό και εκφραστικότητα (Σερδάρης, σελ. 318) και
από απουσία προσωδίας που προκύπτει από την παρατεταμένη διάρκεια των
φωνηέντων.
Η αντίληψη του λόγου μέσω της όρασης διαφέρει και δίνει πιο περιορισμένες
πληροφορίες από ότι η αντίληψη μέσω της ακοής. Γι΄αυτό η ποιότητα και η
ποσότητα της γλώσσας των βαρήκοων είναι ελλιπής σε σύγκριση με τα ακούοντα παιδιά.
Παρόλα αυτά η διαφορά ανάμεσα στην οπτική και την ακουστική επεξεργασία της
γλώσσας δεν έχει ακόμα προσδιορισθεί επακριβώς. (McAnally, Rose, Quigley ,σελ.
37).
Φωνή
Γνωρίζουμε ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στο βαθμό βαρηκοΐας και στην
ποιότητα της φωνής. Επειδή το βαρήκοο παιδί έχει ελάχιστη ή καθόλου ακουστική
ανατροφοδότηση βασί-ζεται στην κιναισθητική αντίδραση για την παραγωγή της φωνής.
(Clark, Cowan, Dowell, σελ. 122). Δυσκολεύονται στο συντονισμό
αναπνοής-φώνησης-άρθρωσης. Τα σημαντικότερα φαινόμενα είναι η αντήχηση και η
υπερρινικότητα αν και έχουν σημειωθεί και περιστατικά υπορρινικότητας. Αυτά τα
συμπτώματα της φώνησης παρουσιάζονται όταν ζητηθεί από αυτά τα παιδιά να
μιμηθούν γλωσσικούς ήχους και όχι στο κλάμα η το γέλιο που συνήθως
παρου-σιάζουν φυσιολογική διακύμανση και ένταση. Επίσης παρατηρούνται κυρίως
στην προγλωσσική βαρηκοΐα.
Στην ομιλία των βαρήκοων παρατηρείται έντονη τάση να ρινικοποιούνται τα
υψηλά φωνήεντα. Αυτό θα έπρεπε να παρατηρείται και στο φυσιολογικό λόγο εφόσον
η είσοδος της στοματικής κοιλότητας από τη φαρυγγική περιοχή είναι στενότερη
λόγω της ανυψωμένης γλώσσας. Όμως, τα άτομα με φυσιολογική ακοή μαθαίνουν με τη
βοήθεια της ακοής να αντιπαρέρχονται την τάση αυτή εκφοράς του αέρα από τη
ρινική κοιλότητα, στις περιπτώσεις παραγωγής υψηλών φωνηέντων. Με την ανυψωτική
κίνηση της μαλακής υπερώας, η οποία κλείνει περισσότερο την είσοδο της ρινικής
κοιλότητας ενώ διευρύνει παράλληλα την είσοδο της στοματικής κοιλότητας από το
φάρυγγα, επιτυγχάνεται η μείωση της ρινικότητας στα φωνήεντα αυτά. (Οκαλίδου,
σελ.96).
Φωνολογία-Άρθρωση
Το βαρήκοο παιδί μέχρι τους έξι πρώτους μήνες παράγει τους ίδιους φθόγγους
με ένα παιδί με φυσιολογική ακοή. Αυτή η αρχή των προγλωσσικών ήχων είναι
αναμενόμενη λόγω της φυσιολογικής ανάπτυξης του φωνητικού συστήματος. Στους 6
μήνες όμως το φωνητικό ρεπερτόριο δεν είναι ανάλογο με αυτό των ακουόντων. Τα
αρθρωτικά λάθη που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα είναι οι παραλείψεις
συμφώνου σε αρχική θέση της λέξης, οι αντικαταστάσεις συμφώνων ειδικά για
σύμφωνα που σχηματίζονται σε περιοχές της στοματικής κοιλότητας που δεν είναι
ορατές, η αφύσικη ηχηρότητα, ενρινότητα και φωνητική αλλοίωση.
Για τα κωφά παιδιά, η περιορισμένη πρόσβαση στην ομιλούμενη γλώσσα μπορεί να
εμποδίσει την πρόσβαση στις φωνολογικές πληροφορίες και κατά συνέπεια την
αναγνώριση των λέξεων. (Marschark, Hauser, σελ. 328). Όσο περισσότερη είναι η
υπολειπόμενη ακοή και όσο μεγαλύτερης ηλικίας το παιδί τόσο πιο πολλές
δεξιότητες φωνολογικής ενημερότητας έχει.
Πολλά βαρήκοα παιδιά που έχουν φτωχή καταληπτότητα λόγου παράγουν γλωσσικούς
ήχους και προτάσεις με υπερβολική κίνηση της σιαγόνας. Κάποια από αυτά δεν το
αντιλαμβάνονται και είναι απαραίτητο την ώρα της θεραπείας να βλέπουν τις
κινήσεις στον καθρέφτη. (Bern-thal, Bankson, σελ.216).
Σημασιολογία
Έρευνες έχουν δείξει ότι το λεξιλόγιο των κωφών/βαρήκοων παιδιών είναι
περιορισμένο σε σύγκριση με το λεξιλόγιο συνομήλικων τους. Παρ’όλα αυτά
εμπλουτίζεται και βελτιώνεται με την ηλικία.
Τα λάθη στο περιεχόμενο της γλώσσας συνδέονται με τη δυσκολία αυτών των
παιδιών να κατανοήσουν ότι μια λέξη μπορεί να έχει περισσότερα από ένα νοήματα,
κάτι που έχει άμεσο αντίκτυπο στο εύρος του λεξιλογίου τους (Συλλογικό Έργο2, σελ.147).
Δυσκολία μεγάλη υπάρχει και με αφηρημένες έννοιες όπου δεν υπάρχει οπτική
ταύτιση.
Συντακτικό-Μορφολογία
Χαρακτηρίζεται από ελλιπείς προτάσεις με σπάνια χρήση δευτερευουσών
προτάσεων και σύνθετων δομών (παθητική φωνή). Επίσης τις περισσότερες φορές
παρατηρείται παράληψη άρθρων, προθέσεων και προσδιορισμών, αντικατάσταση λέξεων
ή ακόμα και προσθήκη λέξεων.
Το στάδιο της εκφώνησης των τριών λέξεων στα βαρήκοα παιδιά παρουσιάζει τα
ίδια χαρακτηριστικά με αυτά των φυσιολογικών παιδιών με τη διαφορά ότι
συμβαίνει σε μεγαλύτερη ηλικία. (McAnally, Rose, Quigley ,σελ. 40).
Η μορφολογία χαρακτηρίζεται από έλλειψη καταλήξεων. Τα ελληνόπουλα βαρήκοα
παιδιά χρειάζεται να καταβάλουν κατά πολύ περισσότερο κόπο και χρόνο για να
καλύψουν τη μορφολογία που είναι πλούσια στην ελληνική γλώσσα.
Πραγματολογία
Τα λάθη στη χρήση της γλώσσας που κάνουν τα παιδιά με προβλήματα ακοής έχουν
σχέση με την παραβίαση των κανόνων του διαλόγου. Για παράδειγμα, σε μια
συζήτηση το παιδί μπορεί να παίρνει το λόγο χωρίς να είναι η σειρά του.
(Συλλογικό Έργο2,σελ.147).
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΥΠΑΡΞΗ ΒΑΡΗΚΟΪΑΣ
Μια ακουστική βλάβη στα βρέφη μπορεί να είναι δύσκολο να ανιχνευθεί, αλλά
όσο νωρίτερα γίνει αυτό, τόσο καλύτερες είναι οι πιθανότητες για το παιδί να
κοινωνικοποιηθεί, να επικοινωνήσει, να αποδεχθεί την απώλεια της ακοής του, και
να μάθει πώς να ζει με αυτό. (http://www.hear-it.org/page.dsp?page=364).
Το πόσο γρήγορα γίνεται αντιληπτή μια απώλεια ακοής εξαρτάται πολύ από το
βαθμό της. Αυτός που πρώτος μπορεί να υποπτευθεί την ύπαρξη βαρηκοΐας είναι ο
παιδίατρος. Σημαντικό ρόλο όμως παίζουν οι γονείς και αργότερα ο δάσκαλος.
Λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτήν την υποψία είναι οι παρακάτω:
·
6 – 12 μηνών δε βγάζει φωνές.
·
Δε δείχνει ευχαρίστηση και ενθουσιασμό σε
παιχνίδια που κάνουν θόρυβο.
·
Δεν αντιδρά όταν φωνάζουν το όνομά του από
απόσταση 1.5 ή 2 μέτρων.
·
Δεν ανταποκρίνεται στους ήχους ή τη φωνή της
μητέρας με κούνημα του κεφαλιού ή μεταβολή της έκφρασης του προσώπου.
·
Δε στρέφεται ποτέ προς μια ηχητική πηγή.
·
Δε βαβίζει παράγοντας ήχους με ένα σύμφωνο και
ένα φωνήεν (για παράδειγμα «πα» ή «γκου») (Ward, σελ. 74).
·
2 – 3 χρονών δεν έχει αρχίσει να μιλάει αν και
δείχνει ότι καταλαβαίνει.
·
Χρησιμοποιεί τα χέρια για να εκφραστεί.
·
Δεν αναγνωρίζει τα ονόματα των μελών της
οικογένειας.
·
Σε μεγαλύτερη ηλικία ρωτάει συνεχώς «τι;» και
δεν εμπλουτίζει το λεξιλόγιό του.
·
Στο σχολείο οι πληροφορίες ή οι εντολές που
αντιλαμβάνεται στη τάξη είναι διαφορε-τικές από αυτές που δίνει ο δάσκαλος
προφορικά, ειδικά όταν μιλά χαμηλόφωνα ή επικρατεί φασαρία.
Θα υποψιαστούμε ακουστική διαταραχή μόνο όταν συμπεριφέρεται συνέχεια με
αυτόν τον τρόπο και όχι σε συγκεκριμένες καταστάσεις όπως για παράδειγμα όταν
είναι απορροφημένο από ένα παιχνίδι.
Η μονόπλευρη βαρηκοΐα ανακαλύπτεται τυχαία και δεν δημιουργεί πρόβλημα στην
ακουστική επικοινωνία (Ηλιάδης, Μεταξάς, Ψηφίδης, σελ.51).
Βιβλιογραφία
Ηλιάδης , Θ-Μεταξάς, Σ- Ψηφίδης, Α.(1998). Διαταραχές ακοής
και ομιλίας στα παιδιά . Θεσσαλονίκη :University Studio Pressο
Κουρμπέτης , Χατζόπουλος , Σαβαλίδου , Σίμψα . (2007).
Προσεγγίζοντας την Κώφωση . Αθήνα
Οκαλίδου , Α.( 2002) Βαρηκοϊα – Κώφωση :μελέτη της
παραγωγής του λόγου και θεραπευτική
παρέμβαση . Αθήνα ελληνικά γράμματα
Σερδάρης , Π. (1998) Ψυχολογία των διαταρχών του λόγου .
Θεσσαλονίκη : University Studio Press
Συλλογικό Έργο2
. (2008). Γλωσσική Ανάπτυξη και διαταραχές . Αθήνα :τόπος